ασταύρωτος

ασταύρωτος
-η, -ο (Μ ἀσταύρωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταυρωθεί ή δεν έχει καρφωθεί επάνω σε σταυρό
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν σχηματίζει σταυρό, που δεν έχει τοποθετηθεί σταυροειδώς ή χιαστί («ασταύρωτη αντένα»)
2. όποιος δεν πιστεύει στον Σταυρό, ο άπιστος, ο αντίχριστος
3. εκείνος ο οποίος δεν έχει ευλογηθεί με το σημείο του Σταυρού
4. εκείνος τον οποίο δεν σταυρώνει, δηλαδή δεν ενοχλεί βασανιστικά κάποιος άλλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ασταύρωτος — η, ο 1. αυτός που δε θανατώθηκε στο σταυρό: Οι μαθητές του Χριστού έμειναν ασταύρωτοι. 2. αυτός που δε διασταυρώνεται με κάτι άλλο: Ο δρόμος αυτός συνεχίζεται ως το τέλος ασταύρωτος. 3. αυτός που δεν ενοχλήθηκε φορτικά: Στη γειτονιά δεν αφήνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”